- περιοχή
- η, ΝΜΑ [περιέχω]1. χώρος γύρω από κάτι, τόπος γύρω από πόλη, οικισμό ή από έδρα αρχής, περιφέρεια (α. «η περιοχή τής Κορίνθου» β. «η περιοχή τού Γ' Σώματος στρατού» γ. «ἡ ἐκτὸς περιοχή», Θεόφρ.)2. (γενικά) έκταση, επιφάνεια γης, τόπος, χώρος (α. «σε πολλές περιοχές τής Γης τα παιδιά πεθαίνουν από ασιτία» β. «περιοχή τις ουρανού», Επίκ.)3. ο τομέας, το πεδίο μιας επιστήμης, τέχνης ή άλλης πνευματικής εκδήλωσης ή δραστηριότητας (α. «η περιοχή τής φυσικής έχει διευρυνθεί σήμερα πάρα πολύ» β. «τὴν περιοχὴν τῆς ὅλης ἐπιβολῆς καὶ πράξεως», Πολ.)νεοελλ.1. παλαιότερη ονομασία διοικητικής υποδιαίρεσης μεγαλύτερης τού νομού στην Ελλάδα και ισχύουσα σήμερα σε ορισμένες χώρες τού εξωτερικού2. ανατ. έκταση γύρω από ένα όργανο, χώρα (α. «ηπατική περιοχή» β. «περιοχή τών πνευμόνων»)3. φρ. α) «γεωγραφική περιοχή»γεωγρ. έκταση ή τμήμα χώρας με κοινά φυσικά και ανθρωπογενή χαρακτηριστικά τα οποία επιτρέπουν τον διαχωρισμό της από άλλα σύνολα γειτονικών χώρωνβ) «μαγνητική περιοχή ή. «περιοχή Βάις»φυσ. ορισμένος χώρος στο εσωτερικό τών σιδηρομαγνητικών και σιδηριμαγνητικών υλικών στον οποίο όλες οι μαγνητικές ροπές είναι προσανατολισμένες κατά τρόπο παράλληλο, αλλ. μαγνητική επικράτειαγ) «φυσική περιοχή»γεωγρ. έκταση που αντιστοιχεί σε μια γεωλογική, γεωμορφολογική, κλιματική ή βιογεωγραφική ενότητα ή, μερικές φορές, στον συνδυασμό δύο ή περισσότερων τέτοιων ενοτήτων, με αποκλεισμό όμως κάθε περίπτωσης ανθρωπογενούς επέμβασηςμσν.-αρχ.1. αυτό που περιέχει κάτι άλλο, που περιλαμβάνει κάτι άλλο, περίβολος2. περίμετρος («περιοχὴ τῶν ὄντων»)3. σώμα, όγκος («ἐκείνης τῆς πυροειδοῦς περιοχής ἔχων», Πλούτ.)4. συνάθροιση, συγκέντρωση5. ανακεφαλαίωση, περίληψη («σύντομος περιοχή», Ερμ.)6. το περιεχόμενο ενός πράγματος7. η περίκλειση πράγματος μέσα σε ορισμένο χώρο8. οριοθετημένο τμήμα, χωρίο, απόσπασμα κειμένου («ἡ δὲ περιοχὴ τῆς γραφῆς ἥν ἀνεγίνωσκεν ἦν αὕτη», ΠΔ)9. (ιδίως σχετικά με φυτά) θήκη, λέπυρο, κέλυφος («ἀλλήλοις συνειμμένα καὶ κοινὴν περιοχήν ἔχοντα», Θεόφρ.)10. φραγμός, οχύρωμα, φρούριο («ὄντος τοῦ Δαυΐδ ἐν τῇ περιοχῇ», ΠΔ)11. αποκλεισμός, πολιορκία («ἦλθεν ἡ πόλις ἐν περιοχῇ», ΠΔ)12. (κατά τον Φώτ.) α) στενοχώρια, θλίψηβ) περιπέτεια13. ως κύριο όν. Περιοχαίτίτλος περιληπτικών βιβλίων τού Τίτου Λιβίου.
Dictionary of Greek. 2013.